- αμβλυωπικός
- -ή, -ό1. ο σχετικός με την αμβλυωπία2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο αμβλυωπικός, η αμβλυωπικήαυτός που πάσχει από αμβλυωπία.[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < αμβλυωπία, πρβλ. αγγλ. amblyopic].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμβλυωπία — Ελαττωματική όραση του ενός ή και των δύο ματιών. Η χρησιμοποίηση φακών δεν την εξαλείφει. Υπάρχουν διάφορα είδη α., με κυριότερα τη συγγενή (δηλαδή, εκ γενετής) και την επίκτητη. Η δεύτερη μπορεί να προέρχεται από διάφορα αίτια, ακόμα και από… … Dictionary of Greek